- ανατοποθετώ
- (ε) μετ.1) снова помещать, ставить, класть; 2) снова устраивать, назначать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανατοποθετώ — ( έω) τοποθετώ πάλι, κάνω νέα, διαφορετική τοποθέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τοποθετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία. ΠΑΡ. ανατοποθέτηση] … Dictionary of Greek